φαντασιώδης

φαντασιώδης
-ες / φαντασιώδης, -ῶδες, ΝΑ [φαντασία]
1. ο γεμάτος με φανταστικές εικόνες, γεμάτος με αποκυήματα τής φαντασίας
2. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, φανταστικός, ανύπαρκτος
3. (για πρόσ. και πράγμ.) πομπώδης, φανταχτερός
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, ευφάνταστος
2. υποθετικός.
επίρρ...
φαντασιωδῶς ΜΑ
με φαντασιώδη τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • OSTENDERE — apud Stat. Theb. l. 8. v. 239. ubi de triumpho Bacchi, ex India revertentis, nigri vexilla triumphi Liber, et ignotos populis ostenderet Indos: est inserre communi publicoque aspectui. Sic Auctor Panegyrici ad Pisonem. Maecenas ulta Latinos Eruit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθένιος — ια, ιο 1. αυτός που συμβαίνει, υπάρχει ή αρμόζει στα παραμύθια, μυθώδης, φαντασιώδης 2. (ως επαινετικός χαρακτηρισμός) αυτός που θυμίζει την εξωπραγματική ατμόσφαιρα τού παραμυθιού, έξοχος, θαυμαστός(α. «παραμυθένια ομορφιά» β. «παραμυθένια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”